ηπεδανός — ἠπεδανός, ή, όν και ἠπεδανής, ές (Α) 1. αδύνατος, ασθενικός («ἠπεδανὸς δὲ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. εστερημένος τινός, αυτός ο οποίος έχασε κάτι ή τού λείπει κάτι («φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά» θα χάσεις τη φήμη σου) 3. εκείνος… … Dictionary of Greek
ἠπεδανός — weakly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεδανά — ἠπεδανός weakly neut nom/voc/acc pl ἠπεδανά̱ , ἠπεδανός weakly fem nom/voc/acc dual ἠπεδανά̱ , ἠπεδανός weakly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεδανῶν — ἠπεδανός weakly fem gen pl ἠπεδανός weakly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεδανόν — ἠπεδανός weakly masc acc sg ἠπεδανός weakly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεδαναῖς — ἠπεδανός weakly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεδαναί — ἠπεδανός weakly fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεδανοῖο — ἠπεδανός weakly masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεδανοῖσι — ἠπεδανός weakly masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεδανοῖσιν — ἠπεδανός weakly masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεδανοῦ — ἠπεδανός weakly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)